σκιτσάρω

Greek Monolingual

Ν σκίτσο
1. εικονίζω κάτι με απλές γραμμές, δίνω το περίγραμμά του, σκιαγραφώ
2. μτφ. περιγράφω κάτι σε γενικές γραμμές.