σκιαγραφώ
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
Greek Monolingual
σκιαγραφῶ, -έω, ΝΑ, και σκιογραφῶ Α σκιαγράφος
1. εικονίζω κάποιον ή κάτι με φωτοσκιάσεις ή με τις κυριότερες γραμμές του, σκαριφώ, σκιτσάρω («τὰ πόρρωθεν... φαινόμενα... καὶ τὰ ἐσκιαγραφημένα», Πλάτ.)
2. περιγράφω κάτι σε γενικές γραμμές
αρχ.
φρ. «ἐσκιαγραφημένη ἡδονή» — απατηλή ηδονή.