πλέγμα ἐκ φοίνικος, Hsch.
σκῐφίνιον: τό, καλάθιον ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «πλέγμα ἐκ φοίνικος».[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος (βλ. λ. κίφος), πρβλ. και σκιφατόμος.