σκιφατόμος

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκιφᾱτόμος Medium diacritics: σκιφατόμος Low diacritics: σκιφατόμος Capitals: ΣΚΙΦΑΤΟΜΟΣ
Transliteration A: skiphatómos Transliteration B: skiphatomos Transliteration C: skifatomos Beta Code: skifato/mos

English (LSJ)

ὁ, cutter of palms for palm-frond wreaths (ψίλινοι στέφανοι) (cf. ψιλινοποιός), IG5(1).212.63 (Sparta, i B.C.): cf. σκιφίνιον and κίφος.

Greek (Liddell-Scott)

σκιφατόμος: ὁ, ὁ τέμνων τὴν σκάφην, Ἐπιγρ. Σπάρτης, L. et F. 163b, c, d.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κόβει κλαδιά φοίνικα για την κατασκευή στεφανιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος (βλ. λ. κίφος) + -τόμος (< τέμνω)].