σκιφατόμος
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
ὁ, cutter of palms for palm-frond wreaths (ψίλινοι στέφανοι) (cf. ψιλινοποιός), IG5(1).212.63 (Sparta, i B.C.): cf. σκιφίνιον and κίφος.
Greek (Liddell-Scott)
σκιφατόμος: ὁ, ὁ τέμνων τὴν σκάφην, Ἐπιγρ. Σπάρτης, L. et F. 163b, c, d.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που κόβει κλαδιά φοίνικα για την κατασκευή στεφανιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίφος (βλ. λ. κίφος) + -τόμος (< τέμνω)].