σκιφή, σκιφόν,= κνιπός, Suid. (s.v.l.).
[Seite 900] = κνιπός.
σκῑφός: -ή, -όν, = κνιπός, Ἡσύχ., Σουΐδ.
και σκιπός, -ή, -όν, Α1. φειδωλός2. (κατά τον Ησύχ.) «σκιφός, ὁ μικρολόγος».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκνιπός / σκνιφός.