κνιπός
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
κνιπή, κνιπόν, niggardly, miserly, AP 11.172 (Lucill.). (Cf. Γνίφων (a standing name of old misers in the new Att. Comedy), σκνιπός.)
German (Pape)
[Seite 1461] (von κνίζω, kneipen, knickern), knicherig, eigtl. der Alles in die kleinsten Teile zerlegt, kleinlich geizig, Lucill. (IX, 172); nach VLL. ὀλίγα δαπανῶν. Vgl. κνιφός, σκνιπός. – Nach Hesych. κνιποὶ τοὺς ὀφθαλμούς, an der folgdn Krankheit leidend.
French (Bailly abrégé)
1ός, όν :
pauvre, chiche, gueux (qui vit de rognures).
Étymologie: κνίζω.
2gén. de κνίψ.
Russian (Dvoretsky)
κνῑπός: скупой, скаредный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑπός: -όν, φιλάργυρος, φειδωλός, Ἀνθ. Π. 11. 172. (πρβλ. κνιφός, Γνίφων (ὄνομα σύνηθες τῶν γερόντων φιλαργύρων ἐν τῇ νέᾳ Ἀττ. κωμῳδίᾳ), σκνιπός· ― πιθανῶς ἅπαντα ἐκ τοῦ κνίψ, σκνίψ.)
Greek Monolingual
κνιπός, -ή, -όν (AM)
φιλάργυρος, τσιγκούνης
αρχ.
ακριβός.
επίρρ...
κνιπῶς (Α)
με φιλάργυρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνίψ «σκνίπα». Η μτφ. σημ. λόγω της βουλιμίας τών εντόμων].
Greek Monotonic
κνῑπός: -όν, τσιγγούνικος, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
κνῑπός, όν
niggardly, Anth. [deriv. uncertain]