σκολίωμα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 902] τό, das Krummgemachte, die Krümmung, Strab. 2, 4, 4.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, Α σκολιῶ
1. κύρτωμα, καμπύλωμα
2. (για ποταμό ή δρόμο) καμπή, στροφή.
Greek Monotonic
σκολίωμα: -ατος, τό (σκολιός), καμπή, κυρτότητα, στράβωμα, σε Στράβ.