σκολιόβουλος
English (LSJ)
σκολιόβουλον, of crooked counsel, AB329, Suid. s.v. ἀγκυλομήτης.
German (Pape)
[Seite 901] von krummen, listigen Ratschlägen, Anschlägen, Sund. u. B. A. 329, für ἀγκυλομήτης.
Greek (Liddell-Scott)
σκολιόβουλος: -ον, ὁ ἔχων σκολιὰν βουλήν, σκολιὰ βουλευόμενος, Α. Β. 329, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σκέπτεται με πανούργο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «διεστραμμένος, στριφνός» + -βουλος (< βουλή «σκέψη»)].