σκοτοβινιάω

English (LSJ)

(βινέω) Com. word formed after σκοτοδινιάω, be itching for a fuck, in tenebris concumbere cum aliqua gestio, Ar.Ach.1221.

German (Pape)

[Seite 905] komisch nach σκοτοδινιάω gebildetes Wort, im Dunkeln, Verborgenen Beischlaf treiben, Ar. Ach. 1181.

Russian (Dvoretsky)

σκοτοβῑνιάω: шутл. (по созвучию со σκοτοδινιάω) in tenebris concumbere cupio Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτοβῑνῐάω: (βινέω) κωμικὴ λέξις σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ σκοτοδινιάω, ἐν τῷ σκότει συγκοιμῶμαι μετὰ γυναικός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1221.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκοτοβινιάω [σκότος, βινέω] kom. woordspeling op σκοτοδινιάω ‘duizelig zijn’: in het duister willen neuken.