σκουριά

Greek Monolingual

η, Ν
1. (μεταλλ.-τεχνολ.) η σκωρία
2. βοτ. η σκωρίαση τών φυτών
3. μτφ. βλαβερό υπόλειμμα (α. «σκουριά του οργανισμού» β. «σκουριές από την περασμένη κακοδιοίκηση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρία, με κώφωση του -ω- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι)].