η, Ν1. (μεταλλ.-τεχνολ.) η σκωρία2. βοτ. η σκωρίαση τών φυτών3. μτφ. βλαβερό υπόλειμμα (α. «σκουριά του οργανισμού» β. «σκουριές από την περασμένη κακοδιοίκηση»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρία, με κώφωση του -ω- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι)].