κακοδιοίκηση
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
η
η κακή διοίκηση χώρας, δήμου, επιχείρησης, νοικοκυριού, που οφείλεται σε αμέλεια, ανικανότητα ή άλλες αιτίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακοδιοικώ. Η λ., στον λόγιο τ. κακοδιοίκησις, μαρτυρείται από το 1888 στον Παν. Γρατσιάτο].