σκυλάδικο
Greek Monolingual
το, Ν
(ιδιωμ.) λαϊκό νυκτερινό κέντρο με μουσική κατώτερης ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλας + κατάλ. -άδικο (πρβλ. ρολογάδικο)].
το, Ν
(ιδιωμ.) λαϊκό νυκτερινό κέντρο με μουσική κατώτερης ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλας + κατάλ. -άδικο (πρβλ. ρολογάδικο)].