τὰ σκῦλα καὶ λάφυρα, οἱ δὲ τὰς πανοπλίας, Hsch.
σκυλαίας: «τὰ σκῦλα, καὶ λάφυρα, οἱ δὲ τὰς πανοπλίας» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «τὰ σκῦλα, καὶ λάφυρα, οἱ δὲ τὰς πανοπλίας».[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦλον «λάφυρο» + κατάλ. -αῖος / -αία (πρβλ. νεολαία)].