Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σκυφτός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν σκύβω αυτός που περπατάει, στέκεται ή κάθεται με σκυμμένο το κεφάλι. επίρρ... σκυφτά Ν με τον κορμό κεκαμμένο προς τα εμπρός και το πρόσωπο να βλέπει προς τα κάτω.