σκυφτός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σκύβω
αυτός που περπατάει, στέκεται ή κάθεται με σκυμμένο το κεφάλι.
επίρρ...
σκυφτά Ν
με τον κορμό κεκαμμένο προς τα εμπρός και το πρόσωπο να βλέπει προς τα κάτω.