σκωληκιάω

English (LSJ)

A breed worms, be worm-eaten, Gp.10.90.5, Hsch. s.v. εὐλάζει; σκωληκιῶντα πόρον, of the ear, Orib.Fr.10.

German (Pape)

[Seite 909] Würmer erzeugen, wurmstichig sein, werden, faul werden, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκωληκιάω: σκώληκας γεννῶ, «σκωληκιάζω», γίνομαι σκωληκόβρωτος, Achmes Ὀνειροκρ. 60 καὶ 65, Γεωπ. 10. 90, 5.