σκωμμάτιον
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of σκῶμμα, Ar.V.1289.
German (Pape)
[Seite 909] τό, dim. vom Vorigen, Ar. Vesp. 1289.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκωμμάτιον -ου, τό, demin. van σκῶμμα, grapje.
Russian (Dvoretsky)
σκωμμάτιον: (ᾰ) τό шуточка Arph.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
σκωμμάτιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του σκῶμμα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σκωμμάτιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ σκῶμμα, Ἀριστοφ. Σφ. 1289.
Middle Liddell
σκωμμᾰ́τιον, ου, τό, [Dim. of σκῶμμα, Ar.]