σκόνυζα

English (LSJ)

ἡ, Att. for κόνυζα, Pherecr.167. σκοπαῖος, v. σκωπαῖος.

German (Pape)

[Seite 903] ἡ, att. statt κόνυζα, Pherecrat. bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σκόνυζα: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ κόνυζα, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 15, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
είδος φυτού, η κόνυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του κόνυζα (βλ. λ. κόνυζα)].

Frisk Etymological English

See also: s. κόνυζα.

Frisk Etymology German

σκόνυζα: {skónuza}
See also: s. κόνυζα.
Page 2,737