σκύδμαινος

English (LSJ)

ον, = σκυθρωπός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 906] = σκυθρωπός, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σκύδμαινος: -ον, = σκυθρωπός, ἀμφίβολ. παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε Λοβεκ. Τεχν. 279.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκυθρωπός»
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. σκυδμαίνω «οργίζομαι»].