σκύλευση

Greek Monolingual

η / σκύλευσις, -εύσως, ἡ, ΝΑ σκυλεύω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκυλεύω, η διαρπαγή τών όπλων και άλλων αντικειμένων σκοτωμένου εχθρού, σκυλεία.