σκώμμα

Greek Monolingual

το / σκῶμμα, -ώμματος, ΝΜΑ σκώπτω
πειρακτικός λόγος, εμπαιγμός, αστεϊσμός
αρχ.
φρ. α) «ἐν σκώμματος μέρει» — χάριν αστεϊσμού (Αισχίν.)
β) «σκῶμμα παρὰ γράμμα» — λογοπαίγνιο (Αριστοτ.).