σκᾶπος

English (LSJ)

(σκάπος cod.)· κλάδος, καὶ ἄνεμος ποιός, Hsch.: cf. Lat. scapus.

German (Pape)

[Seite 889] ὁ, dor. statt σκῆπος, = σκῆπτρον, Stab, Stock, Ast, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾶπος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ σκῆπτρον, Λατ. scapus· «κλάδος. καὶ ἄνεμος ποιὸς» Ἡσύχ.