σκάπος

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source

German (Pape)

[Seite 889] ὁ, = κάπος, Hesych.

Greek Monolingual

και σε κωδ. σκάπος, ὁ, Α
(δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «κλάδος καὶ ἄνεμος ποιὸς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκήπτω.