σμηνίας

Greek Monolingual

ο, Ν
βαθμός υπαξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας ο οποίος αντιστοιχεί με τον βαθμό του λοχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμήνος + κατάλ. -ίας (πρβλ. λοχίας)].