το, Νάκλ. κάθε αντικείμενο που θυμίζει κάτι, ενθύμιο, αναμνηστικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. souvenir «θυμάμαι, ενθύμιο» (< λατ. subvenio «έρχομαι στον νου κάποιου»)].