σουβενίρ

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. κάθε αντικείμενο που θυμίζει κάτι, ενθύμιο, αναμνηστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. souvenir «θυμάμαι, ενθύμιο» (< λατ. subvenio «έρχομαι στον νου κάποιου»)].