σουλατσάρω
Greek Monolingual
και σουλατσέρνω Ν
κάνω περίπατο, κάνω βόλτες, σεργιανίζω άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sollazzo / -are «διασκεδάζω», κατά τα ρ. σε -άρω].
και σουλατσέρνω Ν
κάνω περίπατο, κάνω βόλτες, σεργιανίζω άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sollazzo / -are «διασκεδάζω», κατά τα ρ. σε -άρω].