σεργιανίζω

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris

Greek Monolingual

και σιργιανίζω και σεργιανώ, -άω και σεριανώ, -άω και σιργιανώ, -άω, Ν σεργιάνι / σιργιάνι
1. κάνω βόλτα, κάνω περίπατο
2. (μτβ.) βγάζω κάποιον για σεργιάνι, τον πηγαίνω περίπατο.