σουσαμόπιτα

Greek Monolingual

και σησαμόπιτα, η, Ν
πίτα από σπόρους σουσαμιού μετά την έκθλιψη του λαδιού τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + πίτα].