σοφίτα

Greek Monolingual

η, Ν
μικρό δωμάτιο ή διαμέρισμα που βρίσκεται αμέσως κάτω από την στέγη σπιτιού, συχνά χωρίς οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. soffite < ιταλ. soffito].