σοφοδότις

Greek (Liddell-Scott)

σοφοδότις: -ιδος, ἡ, ἡ παρέχουσα σοφίαν, καὶ -δωρος, ον, Διον. Ἀρεοπ.

Greek Monolingual

-ότιδος, ἡ, Α
αυτή που δίνει σοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -δότις, θηλ. του -δότης (< δίδωμι), πρβλ. φωτο- δότις].