σοφολογιότατος
Greek Monolingual
και σοφολογιώτατος, ο, Ν
1. ο πολύ σοφός και πολύ λόγιος ταυτόχρονα
2. ειρων. σχολαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + λογιότατος / λογιώτατος, υπερθ. βαθμός του λόγιος. Ο τ. σοφολογιώτατος μαρτυρείται από το 1811 στα Έγγραφα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως].