σχολαστικός

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολαστικός Medium diacritics: σχολαστικός Low diacritics: σχολαστικός Capitals: ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: scholastikós Transliteration B: scholastikos Transliteration C: scholastikos Beta Code: sxolastiko/s

English (LSJ)

σχολαστική, σχολαστικόν,
A inclined to ease, enjoying leisure, αἱ -κώτεραι πόλεις Arist.Pol. 1322b37, cf. 1341a28; σύλλογοι σ. lounging parties, ib.1313b4; τὸ σ. leisure, Id.EN1177b22.
2 Astrol., σ. τόπος = ἀργός II.4, Vett.Val. 186.3.
II devoting one's leisure to learning, learned man, scholar, Thphr. ap. D.L.5.37, Posidon.36 J., CIG2746 (Aphrodisias), al., Sammelb. 1921, Plu.Cic.5.
2 academic, theoretical, ῥήτορες, opp. ἔμπρακτοι, Phld.Rh.2.265S.
3 freq. in bad sense, pedant, learned simpleton, Arr.Epict.1.11.39, M.Ant.1.16, Hierocl.Facet.263, al.
III advocate, Phoeb.Fig.3; as an officially recognized legal adviser, OGI 693 (iii A.D.), PSI1.45.2 (V A.D.), PMasp.2 ii 2,al. (vi A.D.), etc.; ἀπὸ σχολαστικῶν, = ex-σχολαστικός, PLond.5.1701.14 (vi A.D.); esp. public advocate, Lat. defensor civitatis, IGRom.4.765 (Phrygia); σ. καὶ ἔκδικος BGU1094.1 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1058] 1) Muße habend, müßig, ohne Beschäftigung; τὸ σχολαστικόν, die Muße; σύλλογοι σχολαστικοί, Versammlungen müßiger Menschen, Arist. pol. 5, 11. – 2) Einer, der seine Muße den Wissenschaften widmet, sich mit den Wissenschaften beschäftigt; Plut. Cic. 5; Arr. Epict. 1, 11, 39. – Bei Sp., wie Hierocles, ein einfältiger Mensch, ein Tropf, wahrscheinlich von der zweiten Bedeutung, ein Mensch mit bloßer Schulweisheit, der sich im Leben nicht zu benehmen weiß, ein Pedant.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui a du loisir, oisif, désœuvré ; τὸ σχολαστικόν ARSTT le loisir;
2 qui concerne les gens d'étude, l'étude ou l'école, propre à l'école, d'école.
Étymologie: σχολάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχολαστικός -ή -ον [σχολαστής] vrije tijd hebbend:. ἴδιαι δὲ ταῖς σχολαστικωτέραις... πόλεσιν eigen aan steden waar tamelijk veel vrije tijd is Aristot. Pol. 1322b37. zich wijdend aan studie. Plut. Cic. 5.2.

Russian (Dvoretsky)

σχολαστικός:
1 праздный, бездеятельный (πόλις Arst.; βίος Plut.);
2 преданный ученым занятиям, ученый Plut., Diog. L.;
3 школьный, учебный (μελέται Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σχολαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σκολαστικός, -ή, -ό, Ν
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδεία και στις αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στις εκκλησιαστικές σχολές και στα μοναστήρια της Δύσης κατά τον Μεσαίωνα («σχολαστική παιδεία»)
2. (για πρόσ.) (εμπαικτικά) προσηλωμένος στους τύπους της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, λογιώτατος
3. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται με τους τύπους και τις λεπτομέρειες αγνοώντας την ουσία, τυπολάτρης, μικρολόγος
4. (με θετική σημ.) αυτός που γίνεται με σχολαστικότητα, διεξοδικός, λεπτομερειακός («σχολαστικό διάβασμα»)
5. (με αρνητική σημ.) αυτός που έχει ως χαρακτηριστικό του την εμμονή στους τύπους και στις λεπτομέρειες με ταυτόχρονη παράλειψη της ουσίας, τυπολατρικός, δογματικός, στείρος («σχολαστική διδασκαλία»)
6. το αρσ. ως ουσ. ο σχολαστικός
οπαδός του σχολαστικισμού
7. φρ. «σχολαστική φιλοσοφία και θεολογία» — ο σχολαστικισμός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει θεωρητική μόρφωση («σχολαστικοὶ ρήτορες», Φιλόδ.)
2. συνήγορος, δικηγόρος
αρχ.
1. αυτός που αρέσκεται στην ησυχία και στην ανάπαυση («σύλλογοι σχολαστικοί» — συναθροίσεις αργόσχολων, τεμπέληδων, Αριστοτ.)
2. αυτός που αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στην καλλιέργεια του πνεύματός του, στην παιδεία του
3. (συν. με αρνητ. σημ.) λόγιος που καταγίνεται σε παιδαριώδεις σοφιστικές διαλέξεις κομπάζοντας για την παιδεία του, ενώ στην πραγματικότητα στερείται βαθιάς και ουσιαστικής μόρφωσης
4. αντιπρόσωπος, συνήγορος του δημοσίου («σχολαστικὸς καὶ ἔκδικος», πάπ.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ σχολαστικὸν
απραξία, ανάπαυση
6. φρ. «σχολαστικὸς [ή ἀργὸς] τόπος»
αστρολ. όνομα του 8ου από τους 12 οίκους (Πτολ.).
επίρρ...
σχολαστικώς / σχολαστικῶς, ΝΜΑ, και σχολαστικά
νεοελλ.
1. (με αρνητική σημ.) με σχολαστικότητα, με προσήλωση στους τύπους και στις λεπτομέρειες («διδάσκει σχολαστικά»)
2. (με θετική σημ.) λεπτομερειακά, διεξοδικά («εξετάζει τα διάφορα θέματα σχολαστικά»)
αρχ.
όπως γίνεται στο σχολείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολάζω. Το επίθ. ακολούθησε τη σημασιολογική εξέλιξη τών λ. σχολή, σχολάζω. Από αρχική σημ. «αυτός που του αρέσει να αναπαύεται» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στην καλλιέργεια του πνεύματός του και με αρνητική σημ. αυτόν που ασχολείται με τους τύπους και τις λεπτομέρειες αγνοώντας την ουσία ενός θέματος (βλ. και λ. σχολή)].

Greek Monotonic

σχολαστικός: -ή, -ὸν (σχολάζω),·
I. αυτός που έχει διάθεση ή κλίση, ροπή προς την ηρεμία, την ησυχία, αυτός που απολαμβάνει την ησυχία και την ανάπαυση, Λατ. otiosus, σε Αριστ.· τὸ σχολαστικόν, τάση του να μην κάνει κάποιος τίποτε, στον ίδ.
II. αυτός που αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στη μάθηση, λόγιος, πεπαιδευμένος, σε Πλούτ.· με αρνητική σημασία, σοφολογιότατος, αυτός που κομπάζει για την υποτιθέμενη καλλιέργεια και μόρφωσή του, ανόητος, εγγράμματος βλάκας, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σχολαστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς ἡσυχίαν, ὁ ἡσυχάζων, ἀπολαύων ἡσυχίας καὶ ἀναπαύσεως, Λατ. otiosus, αἱ σχολαστικώτεραι πόλεις Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 22, πρβλ. 8. 6, 11. σύλλογοι σχ., συναθροίσεις ἀργῶν ἀνθρώπων, αὐτόθι 5. 11, 5· τὸ σχολαστικόν, ἡ πρὸς τὸ μηδὲν ποιεῖν ῥοπή, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 7, 7. ΙΙ. ὁ ἀφιερῶν τὰς ὥρας τῆς σχολῆς εἰς τὴν παιδείαν, πεπαιδευμένος ἄνθρωπος, Λατ. scholasticus, scholaris, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 211F, Συλλ. Ἐπιγρ. 2746, κ. ἀλλ., πρβλ. Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 37, Πλουτ. Κικ. 5· - ἀλλά, 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐγγράμματος μωρός, βλάξ, κομπάζων ἐπὶ ψευδοπαιδείᾳ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 11, 39, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 16, Ἱεροκλ., κλπ.

Middle Liddell

σχολαστικός, ή, όν σχολάζω
I. enjoying leisure, Lat. otiosus, Arist.; τὸ σχολαστικόν leisure, Arist.
II. devoting one's leisure to learning, a scholar, Plut.: —in bad sense, a pedant, simpleton, Luc.

Mantoulidis Etymological

(=λεπτολόγος γιά ἀσήμαντα πράγματα). Ἀπό τό σχολάζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.