σούπα

Greek Monolingual

η, Ν
1. ρευστό φαγητό ή ζωμός
2. μτφ. (για πρόσ.) μεθυσμένος
3. φρ. «έγινε σούπα»
(συν. σχετικά με ρούχο) φορέθηκε πολύ, παραφορέθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zuppa].