σούφρα

Greek Monolingual

η, Ν·, 1. πτυχή, σούρα
2. ρυτίδα
3. μαρασμός βρέφους από αθρεψία
4. ο σφιγκτήρας του πρωκτού
5. σούφρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο λατ. sup(p)la < supplo < supplico «ικετεύω, προσεύχομαι»].