σπαγκοθήκη

Greek Monolingual

και σπαγγοθήκη, η, Ν
θήκη σπάγκου, ιδίως ως εξάρτημα αυτοδετικής θεριστικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάγκος / σπάγγος + θήκη (πρβλ. αυγοθήκη)].