και σπαγγοθήκη, η, Νθήκη σπάγκου, ιδίως ως εξάρτημα αυτοδετικής θεριστικής μηχανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάγκος / σπάγγος + θήκη (πρβλ. αυγοθήκη)].