σπαργάνιον

English (LSJ)

τό, Dim. of σπάργανον,
A bur-reed, Sparganium ramosum, Dsc.4.21.
2 = quinquefolii radix, Plin.HN25.109.
3 v. σπάργανον ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 917] τό, dim. von σπάργανον, eine Pflanze, Diosc., Plin. H. N. 25, 9, vielleicht βούτομος.

Greek (Liddell-Scott)

σπαργάνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπάργανον, φυτόν τι ἔνυδρον, ὡς ὁ Λιναῖος ὠνόμασεν εἶδός τι καλάμου (κατ’ ἄλλους τὸ βούτομον), Διοσκ. 4. 21, Πλιν. Ν. Η. 25. 9.