βούτομον
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
τό, or βούτομος, ὁ, (τέμνω) sedge, Carex riparia, Ar.Av. 662, Theoc.13.35: masc., Thphr. HP 1.10.5: neut., ib.4.10.4, Theoc. l.c., Gp.2.6.28, LXX Jb.8.11.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βούτομος Thphr.HP 1.10.5
bot. n. dado a dif. plantas acuáticas, esp. el carex, carex de ribera, Carex riparia Curtis o junco florido, Butomus umbelatus L., Ar.Au.662, Theoc.13.35, Thphr.HP 4.10.4, l.c., LXX Ib.8.11, 40.21, utilizado como forraje, Hsch.
•β. πάπυρος Cyr. en REA 63.1961.360.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. βούτομος.
Greek (Liddell-Scott)
βούτομον: τό, ἢ βούτομος, ὁ, (τέμνω) φυτὸν φυόμενον ἐν τῷ ὕδατι ἢ εἰς ἑλώδεις τόπους, ἴσως butomus, κοινῶς «βούτημο», Ἀριστ. Ὄρν. 662, Θεόκρ. 13. 35· - ὁ Θεόφρ. τὸ ἔχει ἀρσ., Ι. Φ. 1. 10, 5· οὐδ., αὐτόθι 4. 10, 4.
Greek Monotonic
βούτομον: τό ή βού-τομος, ὁ (τεμεῖν), το «βούτημο», Λατ. butomus, φυτό που φυτρώνει στο νερό ή σε ελώδεις εκτάσεις, σε Αριστοφ., Θεόκρ.
Middle Liddell
τεμεῖν
butomus, the flowering rush, Ar., Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούτομον -ου, τό of βούτομος -ου, ὁ βοῦς, τέμνω zegge (plant).
German (Pape)
τό, = βούτομος.