σπεκλάριον

English (LSJ)

τό, = σπέκλον 2, PHolm.4.28: hence σφεκλαράριος, ὁ, = Lat. speculararius, Supp.Epigr.7.197 (Berytus, v/vi A.D.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος στιλπνού σχιστολίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέκλον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον)].