σπεκλόω

English (LSJ)

v. σπλεκόω.

German (Pape)

[Seite 919] s. σπλεκόω.

French (Bailly abrégé)

c. σπλεκόω.

Greek (Liddell-Scott)

σπεκλόω: σπέκλωμα, ἴδε σπλεκ-.

Russian (Dvoretsky)

σπεκλόω: Arph. v.l. = σπλεκόω.