Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σπερματογένεση
Greek Monolingual
και σπερμογένεση, η, Ν (βιολ.-φυσιολ.) η γένεση και ανάπτυξη τών γαμετών μέσα στις αρσενικές γονάδες, δηλαδή τους όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatogenesis (<σπέρμα, -ατος+γένεσις)].