σπερμόφιλος
Greek Monolingual
ο, Ν
ζωολ. γένος εδαφόβιων σκιουρόμορφων τρωκτικών που ανήκει στην οικογένεια σκιουρίδες και περιλαμβάνει 40 περίπου είδη, από τα οποία το είδος Spermophilus citellus απαντά και στην Ελλάδα και είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία λαγόγυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermophile (< σπέρμα + φίλος)].