σπιλώδης
English (LSJ)
σπιλῶδες, (σπιλάς (A), σπίλος (A)) rocky, Arist.HA548a2, Plb.10.10.7; cf. σπιλαδώδης.
German (Pape)
[Seite 921] ες, = σπιλαδώδης; Arist. H. A. 5, 13; λόφος, Pol. 10, 10, 7.
Russian (Dvoretsky)
σπῐλώδης: скалистый Arst., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
σπῐλώδης: -ες, (σπιλάς, σπίλος, ἡ) βραχώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 19. Πολύβ. 10. 10. 7. Ὁ Λοβέκ. (Φρύν. 28), προτιμᾷ τὴν γραφὴν σπιλαδώδης, ἀλλ’ ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.