σπιλαδώδης

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῐλᾰδώδης Medium diacritics: σπιλαδώδης Low diacritics: σπιλαδώδης Capitals: ΣΠΙΛΑΔΩΔΗΣ
Transliteration A: spiladṓdēs Transliteration B: spiladōdēs Transliteration C: spiladodis Beta Code: spiladw/dhs

English (LSJ)

σπιλαδῶδες, rocky, Str.16.4.18.

German (Pape)

[Seite 921] ες, felsen- oder klippenartig, Strab. XIV, zw.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
rocailleux.
Étymologie: σπιλάς, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐλᾰδώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς βράχον, βραχώδης, Στράβ. 777.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σπιλάς (Ι), -άδος]
βραχώδης.

Greek Monotonic

σπῐλᾰδώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με βράχο, βραχώδης, σε Στράβ.

Middle Liddell

σπῐλᾰδ-ώδης, ες εἶδος
rock-like: rocky, Strab.