σπιλαδώδης
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
σπιλαδῶδες, rocky, Str.16.4.18.
German (Pape)
[Seite 921] ες, felsen- oder klippenartig, Strab. XIV, zw.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
rocailleux.
Étymologie: σπιλάς, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
σπῐλᾰδώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς βράχον, βραχώδης, Στράβ. 777.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σπιλάς (Ι), -άδος]
βραχώδης.
Greek Monotonic
σπῐλᾰδώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με βράχο, βραχώδης, σε Στράβ.