σπιλάς
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
(A), -άδος, ἡ,
A rock over which the sea dashes (opp. ὕφαλοι πέτραι in AP11.390 (Lucill.)), νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα Od.3.298; δοῦπον ἄκουσε ποτὶ σπιλάδεσσι θαλάσσης 5.401 (v. πάγος); ἐφ' ὑψηλαῖς σπιλάδεσσι S.Fr.371 (lyr.); πλαγκταὶ σ. A.R.4.932; σ. εἰν ἁλὶ πέτρη Id.3.1294; ῥεῖθρον ἀπὸ σ. Theoc.Ep.4.6: generally, slab, S.Tr.678; ὧδ' ὑπὸ τὸ σπιλάδος μέλαθρον, i.e. under this tombstone, Sammelb.6160 (Egypt); hollow rock, cave, Simon.(?) 179.
II as adjective, stony, or perhaps marly, sc. γῆ, Thphr.CP2.4.4.
σπῐλάς (B), -άδος, ἡ,= σπίλος (ὁ),
A spot, κατάστικτον σπιλάδεσσι πυρσῇσιν Orph.L.620:—in Ep.Jud.12, σπιλάς spot is prob. in view of 2 Ep.Pet.2.13; cf. also σπιλάς (c).
σπῐλάς (C), -άδος, ἡ, storm, squall, Plu.2.476a; ἐκραγείσης ὥσπερ ἐν εὐδίᾳ σπιλάδος ib.101b; ἄνδρας αἰφνιδίῳ σπιλάδι κατασεισθέντας Hld.5.31, cf. AP7.382.4 (Phil.): cf. κατασπιλάζω ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 921] άδος, ἡ, ein Felsen, oder, am Meere, eine Klippe; νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα, Od. 3, 298; ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν, σπιλάδες τε πάγοι τε, 5, 405; τυφλαί, Gaetul. 7 (VII, 275); πρὸς ταῖς σπιλάσι καταγνύμενα σκάφη, Pol. 1, 37, 2; übh. vorragender Berg, Felsenhöhle. – Adj., γῆ σπιλάς, Thonerde; bei Soph. Tr. 678 ohne γῆ, thönernes Estrich, Theophr.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
dat. pl. épq. σπιλάδεσσι;
1 roc près de la mer ou en mer, écueil;
2 terre glaise, argile, sol d'argile;
NT: tache qui souille.
Étymologie: DELG pour 1, cf. lat. spica, spina.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπιλάς -άδος, ἡ [~ σπίλος] ep. en poët. dat. plur. σπιλάδεσσι. rots (in de zee), klip, rif. uitbr. stenen plaat. Soph. Tr. 678.
σπιλάς -άδος, ἡ [~ σπίλος] schandvlek (onzeker).
Russian (Dvoretsky)
σπῐλάς: άδος (ᾰ) ἡ
1) (эп. dat. pl. σπιλάδεσσι) прибрежный или окруженный водой утес Hom., Soph., Polyb., Plut.;
2) каменный пол Soph.;
3) перен. соблазн, искушение NT.
Greek (Liddell-Scott)
σπῐλάς: (Α), -άδος, ἡ, βράχος πρὸς ὃν προσκρούουσι τὰ κύματα, σκόπελος (ἀντίθετον τῷ ὕφαλοι πέτραι ἐν Ἀνθ. Π. 11. 390), νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἕαξαν κύματα Ὀδ. Γ. 298· σοῦπον ἄκουσε ποτὶ σπιλάδεσσι θαλάσσης Ε. 401 (ἴδε ἐν λ. πάγος)· ἐφ’ ὑψηλαῖς σπιλάδεσσι Σοφ. Ἀποσπ. 341· πλαγκταὶ σπ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 932· πέτρα σπ. ὁ αὐτ. Γ. 1294· ῥεῖθρον ἀπὸ σπ. Θεοκρ. Ἐπιγραμμ. 4. 6· - καθόλου, πλάξ, Σόφ. Τρ. 678· βράχος, κοῖλος, σπήλαιον, Σιμων. (;) 191. ΙΙ. ὡς ἐπιθετ., πετρώδης, ἀργιλώδης, γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4.
English (Autenrieth)
άδος: pl., reefs. (Od.)
English (Strong)
of uncertain derivation; a ledge or reef of rock in the sea: spot (by confusion with spilos).
English (Thayer)
σπιλαδος, ἡ, a rock in the sea, ledge or reef (Homer, Odyssey 3,298; 5,401, and in other poets; Polybius, Diodorus, Josephus, b. j. 3,9, 3); plural, tropically, of men who by their conduct damage others morally, wreck them as it were, equivalent to σκάνδαλα (R. V. text hidden rocks), L T Tr WH read οἱ (namely, ὄντες) σπιλάδες. Some (so R. V. marginal reading) make the word equivalent to the following; see Rutherford as there referred to.)
Greek Monolingual
(I)
-άδος, ἡ, Α
1. παράκτιος ή παρόχθιος βράχος διαβρωμένος από το νερό (α. «ῥεῖθρον ἀπὸ σπιλάδων», Θεόκρ.
β. «νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα», Ομ. Οδ.)
2. πέτρα, πλάκα («κατ' ἄκρας σπιλάδος», Σοφ.)
3. κοίλος βράχος, σπήλαιο
4. ως επίθ. πετρώδης («σπιλὰς γῆ», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. συνηθέστερος τ. του σπίλος (II) «απόκρημνος βράχος» με επίθημα-άς, -άδος].
(II)
-άδος, ἡ, Α
βλ. σπιλάδα.
(III)
-άδος, ἡ, Α
κηλίδα, στίγμα («κατάστικτον σπιλάδεσσι», Ορφ. Λιθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπίλος (Ι) «κηλίδα» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. κυκλάς)].
Greek Monotonic
σπῐλάς: -άδος, ἡ, βράχος πάνω στον οποίο χτυπούν τα κύματα της θάλασσας, χείλος βράχου, ξέρα, σκόπελος, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, πλάκα, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
σπίλος
1.
Grammatical information: f.
Meaning: storm, squall (Plu., Hld. 5, 31, AP 7, 382).
Derivatives: κατα-σπιλάζω storm
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Furnée 373 connects ἄσπιλος χείμαρρος ὑπὸ Μακεδόνων (H.). So the word is Pre-greek.
Middle Liddell
σπῐλάς, άδος,
a rock over which the sea dashes, a ledge of rock, Od.:—generally, a slab, Soph.
Frisk Etymology German
σπιλάς: 3., -άδος
{spilás}
Grammar: f.
Meaning: heftiger Windstoß, Sturmwind (Plu., Hld.; unsicher AP 7, 382, 4).
Derivative: Denominativ κατασπιλάζω, Aor. κατεσπίλασεν stürmte herunter (Ph. Fr. 28 H., Suid.).
Etymology: Unklar. Ob von 2. σπίλος (s. Lit. bei Bauer Gr.-dt. Wb. s.v.)?
Page 2,768
Chinese
原文音譯:spil£j 士披拉士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:暗點(礁石之匿稱)
字義溯源:暗礁^,海中之礁石暗灘,(危)巖,斑點,污點,礁石
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 礁石(1) 猶1:12