σπινθηροβόλημα
Greek Monolingual
το, Ν
εκπομπή σπινθήρων, σπιθοβόλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθηροβολώ. Η λ., στον πληθ. σπινθηροβολήματα, μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Όμηρος].
το, Ν
εκπομπή σπινθήρων, σπιθοβόλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθηροβολώ. Η λ., στον πληθ. σπινθηροβολήματα, μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Όμηρος].