σπινθηροβολώ

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

σπινθηροβολῶ, -έω, ΝΜΑ
1. εκπέμπω σπινθήρες, σπιθοβολώ
2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, φεγγοβολώ, ακτινοβολώ
νεοελλ.
μτφ. παρέχω δείγματα υψηλής ευφυΐας και ανώτερης πνευματικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. ῥιζοβολῶ].