σπινθηροβολῶ, -έω, ΝΜΑ1. εκπέμπω σπινθήρες, σπιθοβολώ2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, φεγγοβολώ, ακτινοβολώνεοελλ.μτφ. παρέχω δείγματα υψηλής ευφυΐας και ανώτερης πνευματικότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. ῥιζοβολῶ].