σπιουνιά

Greek Monolingual

η, Ν σπιούνος
1. η ενέργεια του σπιούνου, η παρακολούθηση τών ενεργειών κάποιου και η κατάδοσή τους («έβαλε σπιουνιές στο αφεντικό»)
2. η ιδιότητα του σπιούνου, το χαρακτηριστικό του ιδιοτελούς ραδιούργου («είχε το μεγάλο ελάττωμα της σπιουνιάς»).