ελάττωμα

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269

Greek Monolingual

το (AM ἐλάττωμα)
1. μειονέκτημα
2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν»)
3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)
μσν.
(για περιουσιακά στοιχεία) κατάχρηση
αρχ.
απώλεια, ήττα.