σπογγοτόμος

English (LSJ)

ὁ, one that cuts sponges from the rocks, Opp.H.2.436, 5.612, Sch.A.Supp. 408.

German (Pape)

[Seite 923] Schwämme unter dem Meere von den Felsen schneidend, Opp. Hal. 5, 612.

Greek (Liddell-Scott)

σπογγοτόμος: -ου, ὁ, ὁ κόπτων σπόγγους ἐκ τῶν βράχων, Ὀππ. Ἁλ. 2. 436., 5. 612, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκ. 412. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κόβει σπόγγους από τον πυθμένα της θάλασσας, σφουγγαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + -τόμος (< τόμος < τέμνω)].