σφουγγαράς

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. σπογγαλιέας
2. γυμνός δύτης
3. πωλητής σπόγγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφουγγάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατάς)].