σπόγγισμα

German (Pape)

[Seite 922] τό, das mit dem Schwamm Abgewischte, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

σπόγγισμα: τό, τὸ διὰ σπόγγου ἀποματτόμενον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.

Greek Monolingual

το, ΝΜ σπογγίζω
καθετί που καθαρίζεται, που μαζεύεται με το σφουγγάρι
νεοελλ.
το καθάρισμα με σπόγγο, το σφούγγισμα.